στιχηρό

στιχηρό
το / στιχηρόν, ΝΜΑ
εκκλ. βλ. στιχηρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεντηκοστάριον — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζεται το λειτουργικό βιβλίο, που περιέχει τις ακολουθίες που ψάλλονται στο διάστημα από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι τη πρώτη Κυριακή μετά την Πεντηκοστή. Συγκεκριμένα το «Π.» περιέχει τις ακολουθίες των κινητών… …   Dictionary of Greek

  • ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …   Dictionary of Greek

  • στιχηρός — ή, ό / στιχηρός, ά, όν, ΝΜΑ, και στειχηρός, ά, όν, Α 1. αυτός που αποτελείται από στίχους, που έχει γραφεί σε στίχους, έμμετρος («στιχηραὶ βίβλοι», Γρηγ. Ναζ.) 2. (το ουδ., ιδίως στον πληθ., ως ουσ.) το στιχηρό και τα στιχηρά εκκλ. τροπάρια τής… …   Dictionary of Greek

  • ύμνος — Ποιητικομουσική σύνθεση, της οποίας κεντρικό στοιχείο είναι –από αρχαιοτάτων χρόνων– η εξύμνηση, ακόμα και τελετουργική, των θεοτήτων, των ηρώων, των δυνάμεων της φύσης. Στην έννοια αυτή περιλαβαίνονται οι μαγικοί ύ. των πρωτόγονων λαών, οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”